έψηση

έψηση
η (Α ἕψησις) [ἕψω]
βράσιμο, μαγείρεμα
νεοελλ.
ψήσιμο
αρχ.
1. (για μεταλλεύματα) η τήξη, η χώνευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἑψήσῃ — ἑψήσηι , ἕψησις boiling fem dat sg (epic) ἕψω Acut. (Sp.) aor subj mid 2nd sg ἕψω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg ἕψω Acut. (Sp.) fut ind mid 2nd sg ἑψάω aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἑψάω aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἑψάω fut ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εψικός — ἑψικός, ή, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στην έψηση 2. πάπ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑψικά τα ψηστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕψηση ή ἑψία] …   Dictionary of Greek

  • εψησίμετρο — και εψήμετρο και εψόμετρο, το θερμομετρικό και μανομετρικό όργανο με το οποίο παρακολουθείται το βράσιμο τών σακχαρούχων χυμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕψηση (< ἕψω) + μέτρο] …   Dictionary of Greek

  • εψητικός — ἑψητικός, ή, όν (Α) [ἑψητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έψηση, στο βράσιμο ή στο ψήσιμο …   Dictionary of Greek

  • όπτηση — (Α ὄπτησις) [οπτώ] ψήσιμο στη φωτιά, σε αντιδιαστολή προς την έψηση, προς το βράσιμο αρχ. 1. ψήσιμο τού ψωμιού στον κλίβανο 2. καμίνευση πήλινων αγγείων 3. (για χυμούς) υπερθέρμανση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”